- φουμάδα
- η огонь с дымом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουμάδα — η, Ν φωτιά με πολύ καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fumata «στήλη καπνού» < fumo «καπνίζω» (< λατ. fumo < fumus «καπνός»)] … Dictionary of Greek